- εγγωνιάζω
- ἐγγωνιάζω (Μ)κάθομαι σε μια γωνιά, αποσύρομαι και ησυχάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐγγωνιάζω — ἐν γωνιάζω place at an angle pres subj act 1st sg ἐν γωνιάζω place at an angle pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)